- λιθοξόου
- λιθόξοοςstonemasc gen sgλιθοξόοςmasc gen sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Mavrochori, Drama — Mavrochori Μαυροχώρι The ruins of the mosque in the village Location … Wikipedia
Alexandreia — (Greek: Αλεξάνδρεια , also Romanized as Alexandria ; older demotic Greek name Γιδά Gida; [el icon [http://www.freewebs.com/onoma/met.htm] Δημήτρης Λιθοξόου Μετονομασίες των οικισμών της Μακεδονίας 1919 1971 ] ) is a city in the Imathia Prefecture … Wikipedia
Kalamo (Drama), Greece — Kalamo or Kalamon or Kalamonas ( el. Καλαμών), older demotic Greek name Μποσινός Bosinos; [ [http://www.freewebs.com/onoma/met.htm] Δημήτρης Λιθοξόου Μετονομασίες των οικισμών της Μακεδονίας 1919 1971 ] Slavic: Бошинос Boshinos [Todor Hristov… … Wikipedia
Potamoí — Para los descendientes del dios griego Océano, véase Oceánidas. Ποταμοί Potamoí … Wikipedia Español
Paleo Agioneri — Παλαιό Αγιονέρι … Deutsch Wikipedia
Paralia (Katerini) — Paralia Παραλία … Deutsch Wikipedia
Иоаннидис, Симос — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Иоаннидис. Ο οπλαρχηγός Σίμος Ιωαννίδης Симос Иоаннидис (греч. Σίμος Ιωαννίδης, болг. Симо … Википедия
Мазаракис-Эниан, Константинос — В Википедии есть статьи о других людях с такой фамилией, см. Мазаракис Эниан. Константинос Мазаракис Эниан (греч. Κωνσταντίνος Μαζαράκης Αινιάν Нафплион 1869(1869) Афины 1949 … Википедия
κοπέας — ο (Α κοπεύς, έως) [κοπή] 1. αυτός που κόβει κάτι 2. αιχμηρό όργανο με το οποίο κόβονται ξύλα, μέταλλα, πέτρες κ.λπ., κοπίδι αρχ. 1. ξυλουργός 2. ελαιοτρίβης 3. η σμίλη τού λιθοξόου, το γλύφανο τού γλύπτη («καὶ μοχλία καὶ γλυφεῑα καὶ κοπέας»,… … Dictionary of Greek
λαξευτήρι — (AM λατευτήριον) [λαξεύω] λαξευτικό εργαλείο, η σμίλη τού λιθοξόου … Dictionary of Greek